- ὑπάλλαγμα
- ὑπάλλαγμαthat which is exchangedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπάλλαγμα — άγματος, τὸ, Α [ὑπαλλάσσω] 1. καθετί που χρησιμεύει για ανταλλαγή («νόμισμα ὑπάλλαγμα τῆς χρείας», Αριστοτ.) 2. υποκατάστατο 3. υποθηκευμένη περιουσία … Dictionary of Greek